- δέλεαρ
- (δελέατος), το (AM δέλεαρ)1. το δόλωμα2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ τής εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» — την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό).[ΕΤΥΜΟΛ. < *δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ, βλ. αλώ και άλευρον). Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι τα δέλεαρ και βληρ* προέρχονται με ανομοίωση από *δέρεαρ και *βρήρ και συνδέονται με βιβρώσκω*, αρχ. άνω γερμ. querdar «δόλωμα» αίρεται από την ύπαρξη τών πείραρ και φρέαρ στα οποία δεν έχει γίνει η ανομοίωση τού -ρ- σε -λ-. Έτσι θεωρήθηκε προτιμότερη η σύνδεση με αρμ. klanem, αορ. ekul «καταπίνω», ρωσ. glot «γουλιά, ρουφηξιά», λατ. gula «λάρυγγας, φάρυγγας» και η αναγωγή σε ρίζα *gwel- «καταπίνω». Η σύνδεση εξάλλου με το δόλος* οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].
Dictionary of Greek. 2013.